χρυσέμπαικτος

χρυσέμπαικτος
χρῡσ-έμπαικτος, ον,
A inlaid with gold, BGU781 iv 1 (i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσέμπαικτος — και δ. γρφ. χρυσέμπαιστος, ον, Α διακοσμημένος ανάγλυφα με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐμπαίω «καρφώνω με σφυρηλάτηση μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία στην επιφάνεια μετάλλινων σκευών»] …   Dictionary of Greek

  • χρυσέμπαιστος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. χρυσέμπαικτος …   Dictionary of Greek

  • χρυσέμπαστος — ον, Α χρυσέμπαικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐμπάσσω «ραίνω, πασπαλίζω, σκορπάω κατά την ύφανση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”